προκαταχωρίζω

προκαταχωρίζω
Α [καταχωρίζω]
1. κατανέμω («τούτους ἀπογραφομένους χαράσσεσθαι..., οὓς καὶ προκαταχωρίσαι εἰς τὴν συνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ.)
2. καταχωρίζω, καταγράφω («προκαταχωρίζειν τὰς λέξεις», Απολλ. Κιτ.)
3. καταθέτω ως μάρτυρας για κάποιον
4. διαχωρίζω εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκαταχωρίζων — προκαταχωρίζω assign before pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”